περγαμηνοειδής

περγαμηνοειδής
ης, ες похожий на пергамент, пергаментный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "περγαμηνοειδής" в других словарях:

  • περγαμηνοειδής — ές 1. ο όμοιος ως προς την υφή ή την όψη με περγαμηνή 2. φρ. «περγαμηνοειδείς πλάκες» ιατρ. σχηματισμοί που θυμίζουν περγαμηνή και παρουσιάζονται στο δέρμα πτώματος, στα σημεία που αφαιρέθηκε βίαιως η επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περγαμηνή + ειδής* …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»